- συνάναρχος
- -ον, ΝΜΑ [ἄναρχος]θεολ.1. ο επίσης άναρχος, αυτός που δεν έχει αρχή, όπως και κάποιος άλλος («πῶς γέννημα δυνατὸν εἶναι συνάναρχον τῷ γεννήτορι», Γρηγ. Νύσσ.)2. προσωνυμία τού ομοούσιου με τον Πατέρα Υιού και τοῡ Αγίου Πνεύματος.επίρρ...συνανάρχως Μεπίσης χωρίς αρχή, επίσης με την ιδιότητα τού προαιώνιου.
Dictionary of Greek. 2013.